Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


και wriggle


  Ρήμα (verb)

1.
twist and turn with quick writhing movements - εκτελώ/κάνω απότομη συστροφή, κίνηση, γύρισμα ή μανούβρα· στριφογυρνώ, στριφογυρίζω
"she kicked and wriggled but he held her firmly"
synonyms: squirm, writhe, wiggle, jiggle, jerk, thresh, flounder, flail, twitch, turn, twist, twist and turn, zigzag; snake, worm, slither, slink, crawl, creep
"she tried to hug him but he fought and wriggled"
2.
avoid (something) by devious means - αποφεύγω με δόλο ή τέχνασμα
"don't try and wriggle out of your contract"
synonyms: avoid, shirk, dodge, evade, elude, sidestep, circumvent, eschew; hide from, escape from, extricate oneself from, steer clear of; informalduck; archaicbilk
"he tried to wriggle out of his responsibilities"

  Ουσιαστικό (noun)
1.
a wriggling movement - απότομη συστροφή/κίνηση/μανούβρα, στριφογύρισμα
"she gave an impatient little wriggle"
synonyms: squirm, jiggle, wiggle, jerk, twist, turn