ασάλευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασάλευτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀσάλευτος (σταθερός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsa.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σά‐λευ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ασάλευτος, -η, -ο