immobile
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
immobile (en)
- ακίνητος, που δεν κινείται
- ⮡ The broken leg must remain immobile.
- Το σπασμένο πόδι πρέπει να παραμείνει ακίνητο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stationary
- ⮡ The broken leg must remain immobile.
- ακίνητος, που δεν μπορεί να κινηθεί