Ετυμολογία

επεξεργασία
immobile < im- + mobile

immobile (en)

  1. ακίνητος, που δεν κινείται
      The broken leg must remain immobile.
    Το σπασμένο πόδι πρέπει να παραμείνει ακίνητο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stationary
  2. ακίνητος, που δεν μπορεί να κινηθεί
      The sick man remained immobile in his bed for a month.
    Ο άρρωστος έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι ένα μήνα.
     συνώνυμα:  fixed, immovable και unmovable
      ενικός         πληθυντικός  
immobile immobiles

immobile (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Ετυμολογία

επεξεργασία
 
      ενικός         πληθυντικός  
immobile immobili

immobile (it)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

immobile (it)