immobile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαimmobile (en)
- ακίνητος, που δεν κινείται
- ⮡ The broken leg must remain immobile.
- Το σπασμένο πόδι πρέπει να παραμείνει ακίνητο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stationary
- ⮡ The broken leg must remain immobile.
- ακίνητος, που δεν μπορεί να κινηθεί
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
immobile | immobiles |
immobile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
immobile | immobili |
immobile (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαimmobile (it)