σάλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σάλος | οι | σάλοι |
γενική | του | σάλου | των | σάλων |
αιτιατική | τον | σάλο | τους | σάλους |
κλητική | σάλε | σάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάλος < αρχαία ελληνική σάλος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάλος αρσενικό
- ισχυρός κυματισμός της θάλασσας
- (μεταφορικά) ο ευρύτατος, συνήθως αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη
- ≈ συνώνυμα: αναταραχή, σύγχυση, αναστάτωση
- Το ψέμα του όμως δεν κράτησε για καιρό και τώρα ξέσπασε σάλος για τη συγγραφική απάτη.
- ≈ συνώνυμα: αναταραχή, σύγχυση, αναστάτωση