Δείτε επίσης: Ado

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ado (en) (μη μετρήσιμο)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται κυρίως μόνο στις καθορισμένες εκφράσεις

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ado < συντομογραφία του adolescent

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ado ados

ado (fr) αρσενικό ή θηλυκό