ado
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η φασαρία
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται κυρίως μόνο στις καθορισμένες εκφράσεις
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ado < συντομογραφία του adolescent
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ado | ados |
ado (fr) αρσενικό ή θηλυκό