Ετυμολογία

επεξεργασία
pré-ado < pré- + ado, συντομογραφία του pré-adolescent

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pré-ado pré-ados

pré-ado (fr) αρσενικό ή θηλυκό