ados
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ados | ados |
ados (fr) αρσενικό
- χωμάτινος λοφίσκος που κατασκευάζεται για να προστατέψει τις καλλιέργειες από την κακοκαιρία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ados (fr)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ados (eo)
- μέλλοντας του ρήματος adi