Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
ados ados

ados (fr) αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ados (fr)



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ados (eo)

  • μέλλοντας του ρήματος adi