Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
ados ados

ados (fr) αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ados (fr)



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ados (eo)

  • μέλλοντας του ρήματος adi