έφηβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | έφηβος | οι | έφηβοι |
γενική | του/της του |
εφήβου έφηβου |
των | εφήβων & έφηβων |
αιτιατική | τον/την | έφηβο | τους/τις τους |
εφήβους έφηβους |
κλητική | έφηβε | έφηβοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Για το θηλυκό, δείτε και το έφηβη. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έφηβος < αρχαία ελληνική ἔφηβος < ἐπι- + ἥβη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαέφηβος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και έφηβη)
Συγγενικά
επεξεργασία- εφήβαιο
- εφηβεία
- εφηβικά
- εφηβικός
- έφηβη
- μετεφηβεία
- μετεφηβικός
- μετέφηβος
- προεφηβεία
- προεφηβικός
- προέφηβος
- → δείτε τις λέξεις επί και ήβη
Μεταφράσεις
επεξεργασία έφηβος