ἥβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἥβη | αἱ | ἧβαι |
γενική | τῆς | ἥβης | τῶν | ἡβῶν |
δοτική | τῇ | ἥβῃ | ταῖς | ἥβαις |
αιτιατική | τὴν | ἥβην | τὰς | ἥβᾱς |
κλητική ὦ! | ἥβη | ἧβαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἥβᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἥβαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἥβη θηλυκό
- η νεότητα, η νιότη
- (ειδικότερα) η περίοδος της ζωής πριν την ενηλικίωση
- το νεανικό σφρίγος, η δύναμη και το πνεύμα της νιότης
Πηγές
επεξεργασία- ἥβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἥβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.