Ἥβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἥβη | ||
γενική | τῆς | Ἥβης | ||
δοτική | τῇ | Ἥβῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἥβην | ||
κλητική ὦ! | Ἥβη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἥβη < ἥβη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἭβη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) η Ήβη, θεά της νεότητας, κόρη του Δία και της Ήρας