Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετεφηβικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μετεφηβικ
ός
η
μετεφηβικ
ή
το
μετεφηβικ
ό
γενική
του
μετεφηβικ
ού
της
μετεφηβικ
ής
του
μετεφηβικ
ού
αιτιατική
τον
μετεφηβικ
ό
τη
μετεφηβικ
ή
το
μετεφηβικ
ό
κλητική
μετεφηβικ
έ
μετεφηβικ
ή
μετεφηβικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μετεφηβικ
οί
οι
μετεφηβικ
ές
τα
μετεφηβικ
ά
γενική
των
μετεφηβικ
ών
των
μετεφηβικ
ών
των
μετεφηβικ
ών
αιτιατική
τους
μετεφηβικ
ούς
τις
μετεφηβικ
ές
τα
μετεφηβικ
ά
κλητική
μετεφηβικ
οί
μετεφηβικ
ές
μετεφηβικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετεφηβικός
<
μετα-
+
εφηβικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
me.te.fi.viˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
μετεφηβικός
που συμβαίνει ή γίνεται
μετά
από την
περίοδο
της
εφηβείας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μετέφηβος
,
έφηβος
και
ήβη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετεφηβικός