μετέφηβος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μετέφηβος | οι | μετέφηβοι |
γενική | του | μετέφηβου & μετεφήβου |
των | μετέφηβων & μετεφήβων |
αιτιατική | τον | μετέφηβο | τους | μετέφηβους & μετεφήβους |
κλητική | μετέφηβε | μετέφηβοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈte.fi.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τέ‐φη‐βος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μετέφηβος αρσενικό
- (νεολογισμός) που διανύει την περίοδο της μετεφηβείας
- ※ Ο Μπράντον, η Μπρέντα, η Κέλι, ο Ντίλαν, ο Στιβ, η Αντρέα, η Ντόνα και ο Ντέιβιντ, ήταν η παρέα που έκανε όλους τους έφηβους και μετέφηβους της υφηλίου, στα μέσα των 90s, να ονειρεύονται το εξωτικό Μπέβερλι Χιλς, τα αυτοκίνητα, τα πάρτι και τους πρώτους δυνατούς έρωτες. (Η «κατάρα» των σταρ του Beverly Hills - Ναρκωτικά, ατυχήματα, θάνατοι, Έθνος, 11 Μαρτίου 2019)
Επεξεργασία
- μετεφηβεία
- μετεφηβικός
- → δείτε τις λέξεις μετά, έφηβος και ήβη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μετέφηβος
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr