• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μετεφηβεία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεφηβεία οι μετεφηβείες
      γενική της μετεφηβείας των μετεφηβειών
    αιτιατική τη μετεφηβεία τις μετεφηβείες
     κλητική μετεφηβεία μετεφηβείες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μετεφηβεία < μετ- + εφηβεία {ετυ+}}

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /me.te.fiˈvi.a/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μετεφηβεία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • το χρονικό διάστημα μετά από την περίοδο της εφηβείας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μετεφηβικός
  • → δείτε τις λέξεις μετά, έφηβος και ήβη

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μετεφηβεία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μετεφηβεία&oldid=5491478"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:13
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 03:13.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie