εφήβαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφήβαιο < (ελληνιστική κοινή) ἐφήβαιον < ἐπί + ἥβη
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εφήβαιο | τα | εφήβαια |
γενική | του | εφήβαιου | των | εφήβαιων |
αιτιατική | το | εφήβαιο | τα | εφήβαια |
κλητική | εφήβαιο | εφήβαια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εφήβαιο ουδέτερο
- η τριγωνική περιοχή στο κάτω μέρος του υπογαστρίου που καλύπτεται από τρίχωμα από την περίοδο της εφηβείας και κατόπιν