• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

έφηβη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έφηβη οι έφηβες
      γενική της έφηβης των έφηβων
& εφήβων
    αιτιατική την έφηβη τις έφηβες
     κλητική έφηβη έφηβες
Δείτε και την κλίση για το έφηβος.
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έφηβη < η έφηβ(ος) + -η

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

έφηβη θηλυκό

  • θηλυκό του έφηβος

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • έφηβος (λόγιο)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    έφηβη
  • αγγλικά : adolescent (en), teenager (en)
  • γαλλικά : adolescente (fr)
  • εσπεράντο : plenkreskiĝulino (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έφηβη&oldid=5475041"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:37

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:37.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie