Δείτε επίσης: Ἔφηβος, έφηβος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔφηβος οἱ ἔφηβοι
      γενική τοῦ ἐφήβου τῶν ἐφήβων
      δοτική τῷ ἐφήβ τοῖς ἐφήβοις
    αιτιατική τὸν ἔφηβον τοὺς ἐφήβους
     κλητική ! ἔφηβε ἔφηβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφήβω
γεν-δοτ τοῖν  ἐφήβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔφηβος < ἐπί + ἥβ(η) + -ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔφηβος, -ου αρσενικό

  1. που φθάνει στην εφηβεία, νέος δεκαοκτώ ετών
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 2.8 @scaife.perseus
    μέχρι μὲν δὴ ἓξ ἢ ἑπτακαίδεκα ἐτῶν ἀπὸ γενεᾶς οἱ παῖδες ταῦτα πράττουσιν, ἐκ τούτου δὲ εἰς τοὺς ἐφήβους ἐξέρχονται.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 2.13 @scaife.perseus
    ἀφʼ οὗ δʼ ἂν ἐξέλθωσι χρόνου οὗτοι αὖ πέντε καὶ εἴκοσιν ἔτη διάγουσιν ὧδε. πρῶτον μὲν ὥσπερ οἱ ἔφηβοι παρέχουσιν ἑαυτοὺς ταῖς ἀρχαῖς χρῆσθαι, ἤν τι δέῃ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ, ὅσα φρονούντων τε ἤδη ἔργα ἐστὶ καὶ ἔτι δυναμένων.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία, @scaife.perseus 53, p.59
    οἱ δὲ ἔφηβοι ἐγγραφόμενοι πρότερον μὲν εἰς [*] λελευκωμένα γραμματεῖα ἐνεγράφοντο, καὶ ἐπεγράφοντο αὐτοῖς ὄ τ ἐφ’ ὖ ἐνεγράφησαν καὶ ὁ ἐπώνυμος ὁ τῷ προτέρῳ ἔτει δεδιαιτηκώς, νῦν δ’ εἰς στήλην χαλκῆν ἀναγράφονται, καὶ ἵσταται ἡ στήλη πρὸ τοῦ βουλευτηρίου παρὰ τοὺς ἐπωνύμους.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες, 5.7
    καὶ τῆς μὲν ἀγορᾶς πρὸς τὰς τραπέζας προσφοιτᾶν, τῶν δὲ γυμνασίων ἐν τούτοις διατρίβειν, οὗ ἂν οἱ ἔφηβοι γυμνάζωνται, τοῦ δὲ θεάτρου καθῆσθαι, ὅταν ᾖ θέα, πλησίον τῶν στρατηγῶν.
    Στην αγορά συχνάζει κυρίως στο μέρος όπου είναι εγκατεστημένοι οι τραπεζίτες, ενώ προτιμά να περνά τον καιρό του σ᾽ εκείνα τα γυμνάσια, όπου γυμνάζονται οι έφηβοι. Στο θέατρο, όταν υπάρχει κάποια παράσταση, κάθεται κοντά στους στρατηγούς.
    Μετάφραση (2008), Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
  2. ρίξιμο ζαριών
  3. είδος ποτηριού
  4. είδος γυναικείου υποδήματος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη ἥβη