→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔξηβος τὸ ἔξηβον
      γενική τοῦ/τῆς ἐξήβου τοῦ ἐξήβου
      δοτική τῷ/τῇ ἐξήβ τῷ ἐξήβ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔξηβον τὸ ἔξηβον
     κλητική ! ἔξηβε ἔξηβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔξηβοι τὰ ἔξηβ
      γενική τῶν ἐξήβων τῶν ἐξήβων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξήβοις τοῖς ἐξήβοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξήβους τὰ ἔξηβ
     κλητική ! ἔξηβοι ἔξηβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξήβω τὼ ἐξήβω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξήβοιν τοῖν ἐξήβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξηβος < ἐκ + ἥβη

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔξηβος, -ος, -ον