σαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαλός | η | σαλή | το | σαλό |
γενική | του | σαλού | της | σαλής | του | σαλού |
αιτιατική | τον | σαλό | τη | σαλή | το | σαλό |
κλητική | σαλέ | σαλή | σαλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαλοί | οι | σαλές | τα | σαλά |
γενική | των | σαλών | των | σαλών | των | σαλών |
αιτιατική | τους | σαλούς | τις | σαλές | τα | σαλά |
κλητική | σαλοί | σαλές | σαλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαλός
- που έχει σαλεμένο μυαλό
- ※ Οι σαλοί είναι συνήθως μοναχοί που κατεβαίνουν στον «κόσμο», μέσα στις πόλεις, στη «χριστιανική» κοινωνία, και κάνουν πράξεις παράλογες, ανόητες, πράξεις τρελού, οι οποίες όμως έχουν πάντοντε ένα βαθύτερο περιεχόμενο, αποβλέπουν πάντοτε στην αποκάλυψη της πραγματικότητας και αλήθειας που κρύβεται πίσω από τα προσχήματα του κόσμου τούτου. ... Οι δια Χριστόν σαλοί δεν επιλέγουν ως μορφή άσκησης αυτή τη σαλότητα, αλλά επιλέγονται από τον Θεό για κάτι τέτοιο. Το κάνουν «άθελά» τους. (Χρήστος Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, Εκδόσεις Ίκαρος, 2002)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαλός
- που έχει σαλεμένο μυαλό
- ※ <ὑσθλός>: σαλός, φλύαρος (Ησύχιος, Γλώσσαι, Υ)
Πηγές
επεξεργασία- σαλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.