Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chalet[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ένα σαλέ

σαλέ ουδέτερο άκλιτο

  • εξοχικό σπίτι στο βουνό που αντιγράφει ελβετικό πρότυπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σαλέ