σαλέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chalet[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλέ ουδέτερο άκλιτο
- εξοχικό σπίτι στο βουνό που αντιγράφει ελβετικό πρότυπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σαλέ
- ↑ σαλέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας