καρδιοειδής καμπύλη
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιοειδής η καρδιοειδής το καρδιοειδές
      γενική του καρδιοειδούς* της καρδιοειδούς του καρδιοειδούς
    αιτιατική τον καρδιοειδή την καρδιοειδή το καρδιοειδές
     κλητική καρδιοειδή(ς) καρδιοειδής καρδιοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιοειδείς οι καρδιοειδείς τα καρδιοειδή
      γενική των καρδιοειδών των καρδιοειδών των καρδιοειδών
    αιτιατική τους καρδιοειδείς τις καρδιοειδείς τα καρδιοειδή
     κλητική καρδιοειδείς καρδιοειδείς καρδιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδιοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

καρδιοειδής

  1. που μοιάζει με καρδιά, καρδιόσχημος
  2. (μαθηματικά) είδος καμπύλης που περιγράφεται σε πολικές συντεταγμένες με τον τύπο  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία