καρδιοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρδιοειδής | η | καρδιοειδής | το | καρδιοειδές |
γενική | του | καρδιοειδούς* | της | καρδιοειδούς | του | καρδιοειδούς |
αιτιατική | τον | καρδιοειδή | την | καρδιοειδή | το | καρδιοειδές |
κλητική | καρδιοειδή(ς) | καρδιοειδής | καρδιοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρδιοειδείς | οι | καρδιοειδείς | τα | καρδιοειδή |
γενική | των | καρδιοειδών | των | καρδιοειδών | των | καρδιοειδών |
αιτιατική | τους | καρδιοειδείς | τις | καρδιοειδείς | τα | καρδιοειδή |
κλητική | καρδιοειδείς | καρδιοειδείς | καρδιοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρδιοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακαρδιοειδής
- που μοιάζει με καρδιά, καρδιόσχημος
- (μαθηματικά) είδος καμπύλης που περιγράφεται σε πολικές συντεταγμένες με τον τύπο