Ετυμολογία

επεξεργασία
déchirure < déchirer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déchirure déchirures

déchirure (fr) θηλυκό

  1. ο σχίσιμο
  2. (ιατρική) η θλάση