↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζόρι τα ζόρια
      γενική του ζοριού των ζοριών
    αιτιατική το ζόρι τα ζόρια
     κλητική ζόρι ζόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζόρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zor < περσική زور (zōr: δύναμη) < μέση περσική zwl ‎(zōr)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzo.ɾi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζόρι ουδέτερο

  1. η άσκηση δύναμης πάνω σε ένα αντικείμενο
    αυτή βίδα δεν ξεβιδώνει με τίποτα, θέλει πολύ ζόρι
  2. η άσκηση ψυχολογικής πίεσης ή η χρήση απειλών
    μίλησέ του γλυκά, δε σηκώνει ζόρια αυτός
  3. η χρήση βίας
    αν δε μου δώσεις αυτό που θέλω, θα το πάρω με το ζόρι

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • με το ζόρι παντρειά (δεν έχει)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία