ζορμπάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζορμπάς | οι | ζορμπάδες |
γενική | του | ζορμπά | των | ζορμπάδων |
αιτιατική | τον | ζορμπά | τους | ζορμπάδες |
κλητική | ζορμπά | ζορμπάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζορμπάς αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) βίαιος, καταπιεστής, καταπιεστικός, αυταρχικός
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) εξεγερμένος, στασιαστής, ανυπότακτος, αντάρτης (που διαπράττει βιαιοπραγίες)