↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζορμπαλίδικος η ζορμπαλίδικη το ζορμπαλίδικο
      γενική του ζορμπαλίδικου της ζορμπαλίδικης του ζορμπαλίδικου
    αιτιατική τον ζορμπαλίδικο τη ζορμπαλίδικη το ζορμπαλίδικο
     κλητική ζορμπαλίδικε ζορμπαλίδικη ζορμπαλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζορμπαλίδικοι οι ζορμπαλίδικες τα ζορμπαλίδικα
      γενική των ζορμπαλίδικων των ζορμπαλίδικων των ζορμπαλίδικων
    αιτιατική τους ζορμπαλίδικους τις ζορμπαλίδικες τα ζορμπαλίδικα
     κλητική ζορμπαλίδικοι ζορμπαλίδικες ζορμπαλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζορμπαλίδικος < από το ζορμπαλής

  Επίθετο

επεξεργασία

ζορμπαλίδικος, -η, -ο

  • αυθαίρετος, αυταρχικός, βίαιος, καταπιεστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία