ζορμπαλίδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζορμπαλίδικος < από το ζορμπαλής
Επίθετο επεξεργασία
ζορμπαλίδικος, -η, -ο
- αυθαίρετος, αυταρχικός, βίαιος, καταπιεστικός
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζορμπαλίδικος
|