αυθαίρετος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυθαίρετος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐθαίρετος (που ενεργεί με ελεύθερη επιλογή) < αὐτός + αἱρέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfθe.ɾe.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θαί‐ρε‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αυθαίρετος, -η, -ο
- που δε βασίζεται στη λογική ή σε αρχές
- ↪ οι λέξεις μιας γλώσσας είναι αυθαίρετες σε σχέση με την έννοια τους
- που γίνεται κατά βούληση και σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες, χωρίς την εφαρμογή νόμων ή ορισμένων κριτηρίων
- ↪ οι πρόσφατες απολύσεις στην εταιρία ήταν αρκετά αυθαίρετες, το ακίνητο χτίστηκε χωρίς να εκδοθεί οικοδομική άδεια και είναι αυθαίρετο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυθαίρετος
|