αυθαιρετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυθαιρετώ < αυθαίρετος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίααυθαιρετώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυθαιρετώ | αυθαιρετούσα | θα αυθαιρετώ | να αυθαιρετώ | αυθαιρετώντας | |
β' ενικ. | αυθαιρετείς | αυθαιρετούσες | θα αυθαιρετείς | να αυθαιρετείς | (αυθαιρέτει) | |
γ' ενικ. | αυθαιρετεί | αυθαιρετούσε | θα αυθαιρετεί | να αυθαιρετεί | ||
α' πληθ. | αυθαιρετούμε | αυθαιρετούσαμε | θα αυθαιρετούμε | να αυθαιρετούμε | ||
β' πληθ. | αυθαιρετείτε | αυθαιρετούσατε | θα αυθαιρετείτε | να αυθαιρετείτε | αυθαιρετείτε | |
γ' πληθ. | αυθαιρετούν(ε) | αυθαιρετούσαν(ε) | θα αυθαιρετούν(ε) | να αυθαιρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυθαιρέτησα | θα αυθαιρετήσω | να αυθαιρετήσω | αυθαιρετήσει | ||
β' ενικ. | αυθαιρέτησες | θα αυθαιρετήσεις | να αυθαιρετήσεις | αυθαιρέτησε | ||
γ' ενικ. | αυθαιρέτησε | θα αυθαιρετήσει | να αυθαιρετήσει | |||
α' πληθ. | αυθαιρετήσαμε | θα αυθαιρετήσουμε | να αυθαιρετήσουμε | |||
β' πληθ. | αυθαιρετήσατε | θα αυθαιρετήσετε | να αυθαιρετήσετε | αυθαιρετήστε | ||
γ' πληθ. | αυθαιρέτησαν αυθαιρετήσαν(ε) |
θα αυθαιρετήσουν(ε) | να αυθαιρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυθαιρετήσει | είχα αυθαιρετήσει | θα έχω αυθαιρετήσει | να έχω αυθαιρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυθαιρετήσει | είχες αυθαιρετήσει | θα έχεις αυθαιρετήσει | να έχεις αυθαιρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυθαιρετήσει | είχε αυθαιρετήσει | θα έχει αυθαιρετήσει | να έχει αυθαιρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυθαιρετήσει | είχαμε αυθαιρετήσει | θα έχουμε αυθαιρετήσει | να έχουμε αυθαιρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυθαιρετήσει | είχατε αυθαιρετήσει | θα έχετε αυθαιρετήσει | να έχετε αυθαιρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυθαιρετήσει | είχαν αυθαιρετήσει | θα έχουν αυθαιρετήσει | να έχουν αυθαιρετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυθαιρετώ