αυθαίρετα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίααυθαίρετα
- άλλη μορφή του αυθαιρέτως
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυθαίρετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυθαίρετο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυθαίρετα
αυθαίρετα
αυθαίρετα