Ετυμολογία

επεξεργασία
αυθαιρέτως < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

αυθαιρέτως

  • με αυθαίρετο τρόπο, χωρίς καμία άδεια ή υπακοή σε νόμους ή αρχές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία