Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθαιρέτως < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

αυθαιρέτως

  • με αυθαίρετο τρόπο, χωρίς καμία άδεια ή υπακοή σε νόμους ή αρχές

  Μεταφράσεις επεξεργασία