arbitraire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arbitraire | arbitraires |
arbitraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arbitraire | arbitraires |
arbitraire (fr) αρσενικό
- το αυθαίρετο, η αυθαιρεσία