αυθαιρεσία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυθαιρεσία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αυθαιρεσία θηλυκό
- η αυθαίρετη πράξη ή συμπεριφορά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυθαιρεσία