ζορμπαλής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζορμπαλής < από το ζορμπάς (βλέπε αυτή τη λέξη).
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζορμπαλής αρσενικό
- Άνθρωπος αυταρχικός, καταπιεστικός, σατράπης, βίαιος, της αυθαιρεσίας και του έτσι θέλω.
- Ζορμπαλής είναι και ό,τι θέλει κάνει!
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζορμπαλής