Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπιεστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καταπιεστ
ής
οι
καταπιεστ
ές
γενική
του
καταπιεστ
ή
των
καταπιεστ
ών
αιτιατική
τον
καταπιεστ
ή
τους
καταπιεστ
ές
κλητική
καταπιεστ
ή
καταπιεστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταπιεστής
<
καταπιέζω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταπιεστής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
καταπιέστρια
)
αυτός που
καταπιέζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπιεστής
γαλλικά
:
oppresseur
(fr)