καταπιεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταπιεστής αρσενικό (θηλυκό: καταπιέστρια)
- αυτός που καταπιέζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπιεστής