ανυπότακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυπότακτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπότακτος
Επίθετο
επεξεργασίαανυπότακτος, -η, -ο
- που δεν υποτάσσεται
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανυπότακτος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που δεν παρουσιάστηκε να καταταχτεί στο στρατό ως νεοσύλλεκτος, ενώ τον είχαν καλέσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικό