ανυπόταχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυπόταχτος < ανυπότακτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνυπότακτος
Επίθετο
επεξεργασίαανυπόταχτος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανυπόταχτος
|
ανυπόταχτος, -η, -ο
|