rebellious
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | rebellious |
συγκριτικός | more rebellious |
υπερθετικός | most rebellious |
Επίθετο επεξεργασία
rebellious (en)
- επαναστατικός, αντάρτικος
- ↪ She has a rebellious character.
- Έχει επαναστατικό/αντάρτικο χαρακτήρα.
- ↪ She has a rebellious character.
- επαναστατημένος, που έχει επαναστατήσει ή έχει την τάση να επαναστατήσει
- ανυπότακτος