παραθετικά
θετικός rebellious
συγκριτικός more rebellious
υπερθετικός most rebellious

  Επίθετο

επεξεργασία

rebellious (en)

  1. επαναστατικός, αντάρτικος
    ⮡  She has a rebellious character.
    Έχει επαναστατικό/αντάρτικο χαρακτήρα.
  2. επαναστατημένος, που έχει επαναστατήσει ή έχει την τάση να επαναστατήσει
  3. ανυπότακτος