Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντάρτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντάρτικ
ος
η
αντάρτικ
η
το
αντάρτικ
ο
γενική
του
αντάρτικ
ου
της
αντάρτικ
ης
του
αντάρτικ
ου
αιτιατική
τον
αντάρτικ
ο
την
αντάρτικ
η
το
αντάρτικ
ο
κλητική
αντάρτικ
ε
αντάρτικ
η
αντάρτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντάρτικ
οι
οι
αντάρτικ
ες
τα
αντάρτικ
α
γενική
των
αντάρτικ
ων
των
αντάρτικ
ων
των
αντάρτικ
ων
αιτιατική
τους
αντάρτικ
ους
τις
αντάρτικ
ες
τα
αντάρτικ
α
κλητική
αντάρτικ
οι
αντάρτικ
ες
αντάρτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντάρτικος
<
αντάρτης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
αντάρτικος, -η, -ο
που έχει
σχέση
με τους
αντάρτες
, ανήκει σ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανταρτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
αντάρτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντάρτικος
αγγλικά
:
rebellious
(en)