• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αντάρτικο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντάρτικο τα αντάρτικα
      γενική του αντάρτικου των αντάρτικων
    αιτιατική το αντάρτικο τα αντάρτικα
     κλητική αντάρτικο αντάρτικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντάρτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αντάρτικος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντάρτικο ουδέτερο

  1. αντάρτικος στρατός και η όλη οργάνωσή του
  2. οι επιχειρήσεις και η τακτική ενός αντάρτικου στρατού
    ≈ συνώνυμα: ανταρτοπόλεμος
  3. (μεταφορικά) ανταρσία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αντάρτικο
  • αγγλικά : rebels (en), irregulars (en), guerrilla (en) force, guerrilla (en) army, guerrilla warfare (en)
  • γαλλικά : maquis (fr), guérilla (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντάρτικο&oldid=5453785"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:57

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 22:57.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας