ανταρτοπόλεμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανταρτοπόλεμος < αντάρτης + -ο- + πόλεμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική guerilla war)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανταρτοπόλεμος αρσενικό
- ο πόλεμος που διεξάγουν οι αντάρτες καθώς και η τακτική που ακολουθούν
- ο πόλεμος που διεξάγεται εναντίον των ανταρτών
Επεξεργασία
- ανταρτοπολεμικός
- → δείτε τις λέξεις αντάρτης και πόλεμος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανταρτοπόλεμος