↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμμοριτοπόλεμος οι συμμοριτοπόλεμοι
      γενική του συμμοριτοπόλεμου
συμμοριτοπολέμου
των συμμοριτοπόλεμων
συμμοριτοπολέμων
    αιτιατική τον συμμοριτοπόλεμο τους συμμοριτοπόλεμους
συμμοριτοπολέμους
     κλητική συμμοριτοπόλεμε συμμοριτοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμοριτοπόλεμος < συμμορίτης + -ο- + πόλεμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμοριτοπόλεμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία