army
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
army | armies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαarmy (en)
- (στρατιωτικός όρος) ο στρατός
- ↪ The army is fighting heroically against the enemy.
- Ο στρατός μάχεται ηρωικά εναντίον του εχθρού.
- ↪ The army is fighting heroically against the enemy.