↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναστατημένος η επαναστατημένη το επαναστατημένο
      γενική του επαναστατημένου της επαναστατημένης του επαναστατημένου
    αιτιατική τον επαναστατημένο την επαναστατημένη το επαναστατημένο
     κλητική επαναστατημένε επαναστατημένη επαναστατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναστατημένοι οι επαναστατημένες τα επαναστατημένα
      γενική των επαναστατημένων των επαναστατημένων των επαναστατημένων
    αιτιατική τους επαναστατημένους τις επαναστατημένες τα επαναστατημένα
     κλητική επαναστατημένοι επαναστατημένες επαναστατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαναστατημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναστατώ

επαναστατημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επαναστατώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία