↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυπόταγος η ανυπόταγη το ανυπόταγο
      γενική του ανυπόταγου της ανυπόταγης του ανυπόταγου
    αιτιατική τον ανυπόταγο την ανυπόταγη το ανυπόταγο
     κλητική ανυπόταγε ανυπόταγη ανυπόταγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυπόταγοι οι ανυπόταγες τα ανυπόταγα
      γενική των ανυπόταγων των ανυπόταγων των ανυπόταγων
    αιτιατική τους ανυπόταγους τις ανυπόταγες τα ανυπόταγα
     κλητική ανυπόταγοι ανυπόταγες ανυπόταγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανυπόταγος < ανυπότακτος < (ελληνιστική κοινήἀνυπότακτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανυπόταγος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία