Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bully bullies

bully (en)

  • ο νταής
    ⮡  the bully of the school/the neighborhood - ο νταής του σχολείου/της γειτονιάς
ενεστώτας bully
γ΄ ενικό ενεστώτα bullies
αόριστος bullied
παθητική μετοχή bullied
ενεργητική μετοχή bullying

bully (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 592. ISBN 9780194325684. , λήμμα: νταής