στασιαστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στασιαστής < στασιάζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.si.aˈstis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στασιαστής αρσενικό
- αυτός που συμμετέχει σε στάση, που στασιάζει, που αμφισβητεί τη νόμιμη εξουσία ή αρχή ή την διεκδικεί από το νόμιμο κάτοχό της
- οι στασιαστές απομόνωσαν στο αμπάρι τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος που έμειναν πιστοί στον πλοίαρχο
- ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος