forcibly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | forcibly |
συγκριτικός | more forcibly |
υπερθετικός | most forcibly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαforcibly (en)
- βίαια, βιαίως, διά της βίας
- ⮡ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.
- Οι Τούρκοι στρατολογούσαν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους.
- ⮡ The Turkish forcibly recruited their Christian subjects.