• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βιαίως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Επίρρημα

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιαίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιαίως

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /viˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ία‐ως
τονικό παρώνυμο: βίαιος

Επίρρημα

επεξεργασία

βιαίως

  • (λόγιο) βίαια



Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιαίως < βίαι(ος) + -ως

Επίρρημα

επεξεργασία

βιαίως

  • βίαια
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βιαίως&oldid=5291849"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 00:38

Γλώσσες

    • English
    • Eesti
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 00:38.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας