ζόρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζόρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζορίζω
- ※ Μουσκεμένος στον ιδρώτα, αγκομαχώντας από τον πόνο και το ζόρισμα, σκαρφαλώνει στην πλαγιά. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζόρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζόρισμα
|