↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζόρισμα τα ζορίσματα
      γενική του ζορίσματος των ζορισμάτων
    αιτιατική το ζόρισμα τα ζορίσματα
     κλητική ζόρισμα ζορίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζόρισμα < ζορίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζόρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ζόρι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία