↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκολλημένος η ξεκολλημένη το ξεκολλημένο
      γενική του ξεκολλημένου της ξεκολλημένης του ξεκολλημένου
    αιτιατική τον ξεκολλημένο την ξεκολλημένη το ξεκολλημένο
     κλητική ξεκολλημένε ξεκολλημένη ξεκολλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκολλημένοι οι ξεκολλημένες τα ξεκολλημένα
      γενική των ξεκολλημένων των ξεκολλημένων των ξεκολλημένων
    αιτιατική τους ξεκολλημένους τις ξεκολλημένες τα ξεκολλημένα
     κλητική ξεκολλημένοι ξεκολλημένες ξεκολλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκολλώ

ξεκολλημένος, -η, -ο

  • που ήταν κολλημένος αλλά τώρα είτε κάποιος τον έχει αποσπάσει από τη θέση του ή έχει ξεκολλήσει μόνος του (π.χ. από φθορά)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία