ενικός         πληθυντικός  
eyesore eyesores

  Ετυμολογία

επεξεργασία
eyesore < eye + sore

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

eyesore (en)

  • η φοβερή ασχημία, το τέρας, ένα κτίριο, ένα αντικείμενο κτλ. που είναι δυσάρεστο να το δω
    ⮡  The apartment building near the Acropolis is an eyesore.
    Αυτή η πολυκατοικία κοντά στην Ακρόπολη είναι φοβερή ασχημία.
    ⮡  Most apartment buildings are eyesores.
    Οι περισσότερες πολυκατοικίες είναι κτίρια τέρατα.
     συνώνυμα: monstrosity