Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέρας τα τέρατα
      γενική του τέρατος των τεράτων
    αιτιατική το τέρας τα τέρατα
     κλητική τέρας τέρατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέρας ουδέτερο

  1. ένζωος οργανισμός που έχει δυσμορφίες, που έχει ακανόνιστη σωματική διάπλαση
  2. φανταστικό ζώο που δεν υπάρχει και είναι μεγάλο και τρομακτικό
  3. (μεταφορικά) κάτι πολύ υπερβολικό:
    1. σε ασχήμια
    2. σε κακία
    3. σε ικανότητα
      είναι τέρας ευφυΐας
    4. αντικείμενο πάρα πολύ μεγάλο και άσχημο

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να προστεθούν οι πολλοί τύποι στην κλίση.




↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέρᾰς τὰ τέρᾰτ - τέρᾱ
      γενική τοῦ τέρᾰτος τῶν τερᾰ́των - τερῶν
      δοτική τῷ τέρᾰτ τοῖς τέρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ τέρᾰς τὰ τέρᾰτ - τέρᾱ
     κλητική ! τέρᾰς τέρᾰτ - τέρᾱ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέρᾰτε - τέρᾱ
γεν-δοτ τοῖν  τερᾰ́τοιν - τεροῖν
Ο ενικός κατά το «πέρας»
ο πληθυντικός και δυϊκός με δύο θέματα:κατά το «πέρας» και κατά το «κρέας»
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «τέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέρας ουδέτερο

  1. προφητικό σημάδι, διοσημίες
  2. (γενικότερα) σημείο στον ουρανό (αστέρι, ουράνιο τόξο, μετέωρο κλπ)
  3. τέρας όπως στα νέα ελληνικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία